- καταμήνια
- ταβλ. καταμήνιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταμηνία — καταμηνίᾱ , κατά μηνιάω pres imperat act 2nd sg καταμηνίᾱ , κατά μηνιάω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμήνια — καταμήνιος monthly neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμήνιος — α, ο (Α καταμήνιος, ον) (ιδίως για μισθό και για την εμμηνορρυσία) αυτός που γίνεται κατά μήνα («καταμήνιος κύκλος») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα καταμήνια τα έμμηνα, ο καταμήνιος κύκλος, η εμμηνορρυσία αρχ. 1. αυτός που πληρώνεται με μηνιαίο… … Dictionary of Greek
καταμηνιαία — καταμηνιαῑα, τὰ (Α) τα καταμήνια … Dictionary of Greek
καταμηνιώδης — καταμηνιώδης, ες (Α) [καταμήνιος] 1. αυτός που υπόκειται στα καταμήνια, που παρουσιάζει εμμηνορρυσία 2. αυτός που ανήκει στην εμμηνορρυσία («καταμηνιώδη περιττώματα») … Dictionary of Greek
μερομήνια — και μεραμήνια και μερομήλια, τα ορισμένες ημέρες τού έτους, ιδίως οι πρώτες δώδεκα ημέρες τού Αυγούστου, από την καιρική κατάσταση τών οποίων ο λαός προβλέπει την καιρική κατάσταση που θα επικρατήσει κατά τη διάρκεια τού έτους, αλλ. μουρομήνια,… … Dictionary of Greek
υδαρής — ές / ὑδαρής, ές, ΝΜΑ [ὕδωρ, ατος] υδατώδης, ρευστός, νερουλός (α. «υδαρής ουσία» β. «καταμήνια ὑδαρέστερα», Αριστοτ.) αρχ. 1. (για κρασί) αναμεμιγμένος με νερό, νερωμένος 2. (κυρίως για δαμάσκηνα) άνοστος 3. (για το χρώμα τής επιδερμίδας) ωχρός 4 … Dictionary of Greek
υδαταίνω — Α [ὕδωρ, ὕδατος] 1. (για γυναίκα) έχω υδαρή καταμήνια 2. μέσ. ὑδαταίνομαι είμαι υδρωπικός … Dictionary of Greek
ωραίος — α, ο / ὡραῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. θηλ. ὡραίη και αιολ. τ. θηλ. ὡράα Α (για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που θέλγει τις αισθήσεις, που έχει πολύ καλή αισθητική εμφάνιση, όμορφος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ωραίο α) η έννοια τής ωραιότητας β)… … Dictionary of Greek